Sunday, April 22, 2007

ΚΡΙΤΙΚΕΣ 1.

Πού κοιτάζει ο δικέφαλος αετός ;

«Ο μέγας δουξ Λουκάς Νοταράς, μεσάζων (πρωθυπουργός) του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ήταν εκείνος που είπε την περίφημη φράση ότι ήταν προτιμότερο να δουν να βασιλεύει στην Πόλη το τουρκικό τουρμπάνι παρά η παπική τιάρα. Πόσο προτιμότερο ήταν πρόλαβε να το διαπιστώσει ο ίδιος, όταν ο Πορθητής τον ανάγκασε να παρακολουθήσει την εκτέλεση των γιων του, λίγες στιγμές πριν του πάρει και αυτού το κεφάλι. Γλίτωσε τη ζωή του μόνον ο μικρότερος γιος του, ο 14χρονος Ιάκωβος (κατ' άλλους Ισαάκιος), αλλά μόνο για να οδηγηθεί στο χαρέμι του σουλτάνου. ΄Εκτοτε η τύχη του αγνοείται από την Ιστορία.
Όχι όμως και από την ιστορία που ξεδιπλώνει η Λεία Βιτάλη. Σ' αυτήν, ο Ιάκωβος εμφανίζεται πέντε χρόνια μετά την ΄Αλωση στη Βενετία, όπου είχαν φυγαδευτεί έγκαιρα οι τρεις αδελφές του. Είναι ένα εξαθλιωμένο, άφυλο πλάσμα, που τραγουδάει σ' ένα ελεεινό καταγώγιο. Εκεί τον βρίσκουν οι αδελφές του και τον περιμαζεύουν. Η μικρότερη και πιο αγαπημένη του, η Ιουστίνη, παραλαμβάνει από αυτόν ένα δέμα με χειρόγραφα και, συνδυάζοντάς τα με όσα έζησε, όσα πληροφορήθηκε, αλλά και όσα φαντάζεται ή φαντασιώνει η ίδια, πλάθει το χρονικό της ζωής του. Που είναι «το απόκρυφο χρονικό της Κωνσταντινούπολης». Μια διαφορετική εξιστόρηση των γεγονότων.
Η αφήγηση της Ιουστίνης παλινδρομεί ανάμεσα στο τότε (Κωνσταντινούπολη και, μετά την ΄Αλωση, Αδριανούπολη, όπου η έδρα του σουλτάνου) και το τώρα (Βενετία). Κινείται τολμηρά ανάμεσα σ' έναν ρεαλισμό που πότε πότε αγγίζει τα όρια του νατουραλισμού και σε μια υπερβατική ατμόσφαιρα με σκηνές μαγικού ρεαλισμού. Ραντίζεται συχνά από μια χαριτωμένη αφέλεια, που μερικές φορές αποκαλύπτει άμεσα τον αληθινό χαρακτήρα της: την αυτοειρωνεία μιας Ιουστίνης που μιλάει γνωρίζοντας ήδη το μέλλον, ακόμη και το μέλλον του ιστορικού μυθιστορήματος! Είναι μια αφήγηση που, όπως μας λέει εξαρχής η Ιουστίνη, δεν διεκδικεί ιστορική ακρίβεια, αμφισβητεί όμως και την αλήθεια των άλλων αφηγήσεων για την ΄Αλωση. Και οπωσδήποτε είναι πολύ ζωντανή, πολύ ζεστή. Με άλλα λόγια, καλά τα κατάφερε αυτή τη φορά η Ιουστίνη -συγγνώμη, η Λεία Βιτάλη, που πρέπει να πω ότι δεν με είχε κερδίσει με τα προηγούμενα μυθιστορήματά της. Η εικόνα που μας δίνει για την Κωνσταντινούπολη των παραμονών της ΄Αλωσης μικρή σχέση έχει με την καθιερωμένη. Η Πόλη έχει ουσιαστικά αλωθεί εκ των ένδον πριν ακόμη την πατήσει ο Μωάμεθ. Ο Κωνσταντίνος αντιμετωπίζει την κατακραυγή του λαού του, που τον βρίζει προδότη για τη φιλοενωτική πολιτική του. Οι καλόγεροι πρωτοστατούν σε συνωμοσίες εναντίον του και πολλοί από αυτούς συνεργάζονται κρυφά με τους πολιορκητές. Ο Λουκάς Νοταράς θεωρεί αναπόφευκτο το τέλος της αυτοκρατορίας και αποβλέπει στη διαφύλαξη των προνομίων της τάξης του, γιατί, όπως λέει, οι αυτοκρατορίες παρέρχονται, αλλά μένουν εκείνοι που έχουν τη δύναμη με το χρήμα τους να κινούν την Ιστορία. Ο ίδιος ο νεαρός Ιάκωβος αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σ' έναν βυζαντινό πατριωτισμό και στις προσωπικές φιλοδοξίες του για εξουσία, την επιθυμία του να κάνει δική του τη γυναίκα του αδελφού του και μια παράξενη, ανομολόγητη έλξη για τον Οθωμανό ηγεμόνα, του οποίου το ερωτικό κάλεσμα φαίνεται να συλλαμβάνει πριν ακόμη τον συναντήσει πραγματικά. Η ζωή του στο χαρέμι του σουλτάνου θα τον κάνει - κυριολεκτικά - άλλον άνθρωπο. Και όταν αργότερα, στη Βενετία, συνέλθει από τους εξευτελισμούς του, θα γίνει πρωτοπόρος ενός ελληνικού πια πατριωτισμού, ποτισμένου στα νάματα της ευρωπαϊκής Αναγέννησης. Η γένεση αυτού του κινήματος περιγράφεται από τη συγγραφέα με γενικά καταφατικό πνεύμα, αλλά, ιδιαίτερα στην κρίσιμη πρώτη συνάντηση του Ιάκωβου με τους εξόριστους Βυζαντινούς (σς 277 - 282), όχι χωρίς έναν αδιόρατο ειρωνικό σκεπτικισμό. Η κληρονομιά άλλωστε που θ' αφήσει πίσω του ο Ιάκωβος Νοταράς δεν μπορεί να είναι «αμιγώς» ελληνική: το παιδί που πρόλαβε ν' αποκτήσει πριν χάσει τον ανδρισμό του το έκανε με μια μουσουλμάνα, αφοσιωμένη δούλα των Νοταράδων.»

Από τον Δημοσθένη Κούρτοβικ
(Δημοσιεύτηκε στο «Βιβλιοδρόμιο» των «ΝΕΩΝ» στις 20.1.2007)

Labels:

0 Comments:

Post a Comment

<< Home