Wednesday, September 06, 2006

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

"ΙΕΡΗ ΠΑΓΙΔΑ"


Πρόλογος

Ψάχνοντας μανιωδώς τα ίχνη των ανθρώπων που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο και διαμόρφωσαν τη ζωή μου, ως «Ελληνίδα με καταγωγή εκ Κωνσταντινουπόλεως διαμένουσα εν Αθήναις», δεν μπορούσα παρά να έρθω αντιμέτωπη με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Εκεί σταμάτησα. Η μυρωδιά και η φρίκη του πολέμου με έζωσαν. Κι ίσως δεν θα ήταν υπερβολή να πω ότι αντίκρισα μπροστά μου, σαν αληθινά φαντάσματα, εκείνες «τις σκοτεινές δυνάμεις» που ορίζουν τη «μοίρα» των ανθρώπων. Πολιτικοί και βασιλιάδες, πατριάρχες και πάπες, άρχοντες εξουσιαστές και δούλοι, ενήλικες και μικρά παιδιά είδα να χορεύουν τον χορό της επιβίωσης κατασπαράσσοντας ο ένας τον άλλον. Και για άλλη μια φορά επαληθεύτηκε ότι η ιστορία μου, η ιστορία του ανθρώπου, είναι γραμμένη με το αίμα του!

Τώρα είμαι πάλι στο σήμερα και στο εδώ. Αλλά δεν είμαι μόνη. Ξέρω ότι κι εκείνα τα αλλοτινά είναι πάλι σήμερα εδώ. Μαζί μου. Ωστόσο δεν είμαι σίγουρη για τίποτα απ’ όλ’ αυτά. Για το μόνο που είμαι σιγουρη είναι πως ανακάλυψα έναν μικρό πανέμορφο πρίγκιπα, που τον είχε θαμμένο η Ιστορία, και η άλωση πέρασε πάνω απ’ το κορμί του. Αυτό άλλαξε στα μάτια μου κατά πολύ την επίσημη εκδοχή των πραγμάτων και μετέτρεψε με τρόπο μαγικό την ιστορία σε κάτι πιο… αληθινό: Σε μυθιστόρημα.

Λεία Βιτάλη

`````````````



"Το παρελθόν πρέπει να εφευρίσκεται όποτε το παρόν πεθαίνει ανάμεσα στα χέρια μας".

Κάρλος Φουέντες

«Η καταστροφή της Κωνσταντινούπολης είναι ο δεύτερος θάνατος του Πλάτωνα».

Πάπας Πίος ο Β’.



~~~~~~~~~~~


Σαν μια εξομολόγηση


Δεν ξέρω αν έγιναν τα πράγματα έτσι ακριβώς όπως θα σας τα διηγηθώ, όμως εμείς εδώ στη Βενετιά, που επιζήσαμε απ’ όλο εκείνο το αίμα και την καταστροφή, ξέρουμε πως δεν έγιναν ούτε έτσι ακριβώς όπως τα λένε οι άλλοι. Ας πιστέψει ο καθένας ό,τι αντέχει να θεωρεί αληθινό.


Ιουστίνη,

Θυγάτηρ κυρού Λουκά του Νοταρά,

πάλαι ποτέ Μεγάλου Δουκός

Κωνσταντινουπόλεως.

Εν Βενετία το έτος 6990 από Κτίσεως Κόσμου.

~~~~~~~~~~~~~

Κεφάλαιο 1

Βενετία, το έτος 6966 από Κτίσεως Κόσμου*

Μια αλλόκοτη ανάσταση

Ο μικρός μου αδελφός δολοφονήθηκε πριν πέντε χρόνια, δυο μήνες μετά που έγινε στην πατρίδα το κακό. Τώρα είναι πάλι ζωντανός!
Έτσι μας είπαν άνθρωποι που τον ήξεραν παλιά ―κάτι ναυτικοί δηλαδή απ’ τα βενετσιάνικα―, τότε που ο πατέρας, όποτε ήθελε κάποια εξυπηρέτηση κρυφά απ’ τον βάιλο, τους έδινε λίγα τσετίνια παραπάνω για κρασί. Ο πατέρας ήξερε ότι οι φτωχοί μπορούν να ζήσουν χωρίς λεφτά, χωρίς σπίτι, χωρίς πατρίδα, χωρίς αγάπη, αλλά δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς κρασί ― έτσι έλεγε. Εδώ στη Βενετιά που είμαστε, μετά που τα χάσαμε όλα, δεν μαθαίνουμε εύκολα τι γίνεται στην πατρίδα. Ζούμε κι εμείς σαν φτωχοί μαζί με τις δούλες μας, τον κηπουρό μας, τη μαγείρισσα και τον χοντρο-Μπραχίμ, όπως λέμε τον αράπη που μας φυλάει, αποκομμένες σ’ ένα απλό σπιτάκι κοντά στο Πόντε ντι Ριάλτο και σπάνια βγαίνουμε στον δρόμο ή στην αγορά ή συναντάμε κανέναν δικό μας. Η Άννα μας πενθεί εδώ και πέντε χρόνια για την πατρίδα, για τους γονείς μας και τ’ αδέλφια μας, για τον πύργο μας, γι’ αυτό που δεν θα ξαναβρούμε ποτέ, ίσως γιατί ποτέ δεν το είχαμε γνωρίσει πραγματικά. Πενθεί για μας που είμαστε εδώ ακόμη ζωντανοί, μα πιο πολύ πενθεί για τον εαυτό της που ακόμη, παρ’ όλα αυτά, δεν έχει πεθάνει· η Άννα πενθεί για όλα, έχουμε συνέχεια τον θάνατο γύρω μας. Αλλά δεν λέει κανείς μας να πεθάνει.
Την Άννα τη σεβόμαστε πολύ γιατί είναι η μεγαλύτερη αδελφή μας, ό,τι μας έχει απομείνει από την οικογένεια να μας κρατά ενωμένους εδώ στα ξένα, εκτός απ’ τον Θεό. Βέβαια, ως μεγαλύτερη, διαχειρίζεται και τα χρήματά μας στις βενετσιάνικες τράπεζες. Αυτά, τα χρήματα δηλαδή, είναι ένας λόγος που ακόμη δεν έχουμε πεθάνει. Αλλά όχι μόνον αυτό. Είναι και ένας λόγος που η Άννα έχει κατορθώσει να διατηρεί επαφές με τους Δόγηδες, τον Φραγκίσκο Φόσκαρη παλιότερα και τώρα τον Πασχάλη Μαλιπιέρο, ο οποίος είναι ο πρώτος σ’ αυτή τη «χώρα χωρίς γη» ―όπως τη λένε― που καταλαβαίνει πολύ καλά τη γλώσσα του χρήματος. Έτσι συνεννοείται θαυμάσια με την Άννα μας, παρόλο που εκείνη έχει αρνηθεί μέχρι στιγμής πεισματικά να μιλήσει τη δική του γλώσσα. Ακόμη κι εμείς δεν έχουμε μιλήσει ποτέ μπροστά της τα βενετσιάνικα, αν και ύστερα από τόσα χρόνια όλες μας μπορούμε να συνεννοηθούμε θαυμάσια σ’ αυτήν τη γλώσσα, κι εδώ που τα λέμε είναι πολύ όμορφη, στρωτή και τραγουδιστή, όχι σαν τα σλάβικα που μιλούσαν όσοι έρχονταν απ’ τα Βαλκάνια στον πύργο μας για «υψηλές, λέει, διευθετήσεις» κι έφευγαν κάθε φορά με τα πουγκιά τους γεμάτα δουκάτα ― ο πατέρας το είχε πάρει αυτό απ’ τον παππού, ήξερε να κερδίζει τον συνομιλητή του χωρίς ιδιαίτερο κόπο. Ξαναγυρίζω όμως στον αδελφό μου και την παράδοξη εκδοχή της… ανάστασής του.
Ήμουν κοντά στην πιάτσα του Γκρανκανάλ, στον περίβολο της εκκλησίας του Σαν Τζοβάνι του Ελεήμονα, και χάζευα τους πάγκους με τα ψιλοπράγματα, τα αρωματικά λάδια και τα μπαχαρικά που έφερναν απ’ την Ανατολή για το παζάρι. Το περπάτημα μέσα στη λασπουριά και τον δύσοσμο βάλτο με τα απόνερα και τα αποφάγια που πετούσαν απ’ τα παράθυρα των γύρω σπιτιών με εξουθένωνε. Αναγκαζόμουν να φοράω ψηλοτάκουνα για να μη φτάνει ο βούρκος στα πόδια μου. Τα γουρούνια που είχαν να περιφέρονται στους υποτυπώδεις δρόμους για να τρώνε τα σκουπίδια έβγαζαν τέτοια λιγωτική μπόχα που μου έφερνε εμετό. Φοβόμουν όμως να μετακινηθώ με γόνδολα μέσα σ’ αυτή τη βρομερή λιμνοθάλασσα των καναλιών. Πιο πολύ φοβόμουν μη γλιστρήσω μέσα σ’ αυτόν τον κινούμενο βούρκο. Εμείς στην Κωνσταντινούπολη μπορεί να είχαμε βρομιά και σκουπίδια στους δρόμους μας, αλλά τα σπίτια μας άστραφταν από την πάστρα και στα λουτρά του πύργου μας τα νερά δεν σταματούσαν να τρέχουν όλη μέρα. Για τα γαλλικά σαπούνια μόνο ξοδεύαμε τόσα χρήματα όσα εδώ δίνουν γι’ αυτό το ξερόπραμα που το λένε ψωμί.
Εκεί λοιπόν, έξω απ’ την εκκλησία, καθώς ακόμη παζάρευα σ’ έναν πάγκο μανάβη για μερικά από εκείνα τα γλυκοφάγωτα μελωμένα ξερά σύκα απ’ την Πελοπόννησο, τον είδα να τρέχει προς το μέρος μου. Τον γνώρισα αμέσως, παρόλο που είχαν περάσει πέντε χρόνια. Ήταν ο Φωκιανός, έτσι τον είχε βαφτίσει ο πατέρας, γιατί ούτε ο ίδιος ήξερε το όνομά του· σκλάβο τον είχαν φέρει από την Αίγυπτο, για να δουλεύει κωπηλάτης στα καράβια, και τώρα κουτσός περιφερόταν στην εμποροπανήγυρη ζητιανεύοντας, με μια σχεδόν ψόφια αρκούδα, που δεν μπορούσε ούτε να γλείψει τις πληγές της απ’ τις δαγκωματιές των αδέσποτων σκύλων. Ο Φωκιανός πάντα είχε μια πολύ καλή πληροφορία για τον καθένα, που φυσικά την εξαργύρωνε με όσο πιο πολλά δουκάτα μπορούσε ― οι ταβέρνες δεν του έδιναν πια βιν βερεσέ. Αυτός μου μίλησε για τον μικρό μας Ιάκωβο, το αγόρι από την Πόλη, όπως είχε ακούσει να τον λένε. Μου ορκίστηκε στη Σάντα Μαρία, έπεσε κάτω και φιλούσε σαν δαιμονισμένος τα λασπωμένα ψηλοτάκουνά μου, ήταν ο ίδιος, λέει, μόνο λίγο διαφορετικός, αλλά όχι, δεν γινόταν να κάνει λάθος, είχε τα μάτια του στο χρώμα της δικιάς μας θάλασσας, του Αιγαίου, τον θυμόταν πολύ καλά, είχε και το μικρό μαβί σημάδι στο μέτωπο, ανάμεσα στα φρύδια, σαν άλογο που τρέχει με την ουρά να ίπταται, κι έπαιζε φλάουτο τόσο μα τόσο γλυκά, μα βέβαια ήταν αυτός, ποιος άλλος θα μπορούσε; Μόνο που έπρεπε να πάρει άλλο ένα νόμισμα, αν ήταν δυνατόν λιγάκι πιο βαρύ, ασημένιο αν υπήρχε, και για χρυσό δεν θα έλεγε όχι, θα τον βοηθούσε να θυμηθεί το μέρος που τον είχε δει. Εσείς τι θα κάνατε; Δεν θα του δίνατε;
Σκέφτηκα ότι αν ήταν στη θέση μου ο πατέρας ακριβώς αυτό θα έκανε. Γιατί μπορεί οι φτωχοί να ζουν χωρίς λεφτά και λοιπά και λοιπά, όπως έλεγε, αλλά καμιά πληροφορία της προκοπής δεν προσφέρουν δωρεάν σ’ αυτόν που πρέπει να τη μάθει. Ένα και μισό δουκάτο έκανε το θαύμα του. Ο αδελφός μου ήταν, λέει, σ’ εκείνη την κακορίζικη ταβέρνα πίσω από τις στεγασμένες αποθήκες του μεγάλου λιμανιού, εκεί που μαζεύονταν τις αφέγγαρες νύχτες οι ναύτες απ’ τα εμπορικά που έπιαναν στο Ριάλτο, για να μπεκρουλιάσουν μ’ ένα κομμάτι ξερόψωμο πριν να ξαναφύγουν για κάποιο λιμάνι της ανατολής, με κίνδυνο πάντα της ζωής τους γιατί, δεν ξέρω η δική σας, αλλά η δική μας εποχή ήταν σκέτη τρέλα. Από τη μια στιγμή στην άλλη, αν ήσουν στα καράβια, μπορούσες ν’ αλλάξεις δρομολόγιο για τον άλλο κόσμο με ανοιγμένο το στήθος να δείχνει το κόκκινο μέρος της καρδιάς και την κοιλιά να ξεχύνει τα σωθικά της ή με κομμένη πέρα για πέρα την κεφαλή ― τόσο πολλοί ήταν οι τούρκοι πειρατές που λυσσούσαν για τα εμπορικά της Σινιορίας στη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα.
Μα τι μπορούσε να κάνει άραγε σε κείνη τη βρωμερή ταβέρνα ο αδελφός μου, ένας αληθινός, έστω και ξεπεσμένος, πρίγκιπας;

*1458 μ.Χ.

(Απόσπασμα από το πρώτο κεφάλαιο).

Labels: